Με αυτήν την απλή αρχή σχετικά με το κάπνισμα τροφίμων εδραιωμένη στη λίστα των κανόνων του, ο πατέρας μου ξεκίνησε να φτιάχνει ενα καπνιστήριο που θα έκανε αυτό ακριβώς που του είχε πει εκείνος ο τύπος: θα έλεγχε τον καπνό. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσαν ως θάλαμο το δοχείο στο οποίο φουσκώναν το ζυμάρι, ένα παλιό τηγάνι από μαντέμι για να τοποθετούν το πριονίδι και μια καυτή πλάκα για να δημιουργούν τον καπνό.
Το μόνο που χρειαζόταν μετά ήταν πολύ ελεύθερος χρόνος για να μην κάνεις τίποτα παρά να παρακολουθείς τον καπνό, σαν να βλέπεις το χρώμα να στεγνώνει. Αυτό μου φέρνει στο μυαλό το θείο μου που τυχαίνει να είναι επαγγελματίας και στα δύο. Τυχαίνει επίσης να είναι και πολύ καλός εφευρέτης.
Ετσι ξεκίνησαν να δημιουργήσουν ένα καπνιστήριο που να παράγει καθαρό, συνεχή καπνό χωρίς να χρειάζεται συνεχή επιτήρηση. Δοκίμασαν τα πάντα για να ελέγξουν την καύση του πριονιδιού, μελέτησαν ακόμη και τους τρόπους που καίγονται διαφορετικοί τύποι πριονιδιού και είχαν την ιδέα του εμποτισμού του στο νερό πριν την καύση. Αυτό όμως δημιουργούσε ατμό έως ότου το πριονίδι να στεγνώσει αρκετά για να αρχίσει το κάπνισμα.
Τα μεγαλύτερα κομμάτια ξύλου χρειάζονταν περισσότερη θερμική ενέργεια για να αρχίσουν να καίγονται, κι αυτό, επίσης, δεν λειτούργησε γιατί δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη θερμότητα και αναπόφευκτα το ξύλο γινόταν στάχτη, εξαλείφοντας κάθε προσπάθεια να γινει πιο γευστικό το φαγητό.